-
1 дрессировщик
-
2 дрессировщица
ж; м - дрессировщикη δαμάστρια -
3 укротитель
-
4 укротительница
ж; м - укротительη δαμάστρια -
5 δαμαστής
ο, δαμάστρια η укротитель, -ница, дрессировщи|к, -ца
См. также в других словарях:
δαμάστρια — η βλ. δαμαστής … Dictionary of Greek
δαμάτειρα — δαμάτειρα, η (Α) η δαμάστρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα τού αορ. εδάμασα τού ρ. δάμνημι* + (επίθημα) τειρα] … Dictionary of Greek
δαμαστής — ο (θηλ. δαμάστρια, η) (Μ δαμαστής, ο) [δαμάζω] αυτός που δαμάζει, που τιθασεύει κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
νυξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της νύχτας, ο Όμηρος την παριστάνει σαν μια δυνατή θεά που την τιμά ο Ζευς και η οποια αποκαλείται και δμήτρια, (= δαμάστρια των ανθρώπων) και αμβροσίη (= που αναζωογονεί τους ανθρώπους με τον ύπνο). Ο Ησίοδος… … Dictionary of Greek
δαμαστής — ο θηλ. δαμάστρια αυτός που δαμάζει, τιθασεύει: Στο τσίρκο εργάζονται δαμαστές θηρίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)